- αἰγίθαλος
- αἰγίθᾱλος , αἰγίθαλλοςt tmousemasc nom sgαἰγίθαλοςt tmousemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιγίθαλος — Ονομασία πολλών μικρών στρουθιομόρφων πουλιών του γένους πόρος ή α. Οι α. είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα: τρυποκάρυδα, παπαδίτσες, μελισσουργοί, καλόγεροι κ.ά. Ζουν πάνω στα δέντρα, όπου συνήθως χτίζουν τη φωλιά τους μέσα σε τρύπες των κορμών ή … Dictionary of Greek
Αιγίθαλος — Αρχαία οχυρή πόλη της Σικελίας, μεταξύ Δρέπανου και Λιλυβαίου. Στον καιρό του Διόδωρου η πόλη λεγόταν Άκελλον … Dictionary of Greek
παρίδες — (Paridae). Οικογένεια πτηνών. Oνομάζονται και αιγιθαλίδες. Τα πουλιά της οικογένειας αυτής ζουν σε όλο τον κόσμο εκτός από τη Νότια Αμερική. Είναι κυρίως ενδημικά πουλιά και ζουν σε κήπους και σε δάση, όπου τρέφονται από τα καρποφόρα δέντρα. Tον… … Dictionary of Greek
PARUM (in) — in PARUM qui Graecis αἰγιθαλὸς, Timandra mutata memoratur Anton. Liberali in Transform. ex Baei Ornithogonia l. 1. Vide hac de ave Aristotelem Histor. Animal. l. 8. c. 3. et l. 9. c. 15. ac 40. Inde et saltationi nomen, apud Pollucem … Hofmann J. Lexicon universale
SALTATIO — quanti fuerit a Veterib. aestimata, argumento multa sunt: id vero inprimis, quod ceremoniae nullae aut spectacula antiquiora fuêre, quibus Saltatio non adhiberetur. Est autem haec facultas quaedam, motibus ac gestibus corporis, certô artificiô,… … Hofmann J. Lexicon universale
μακρονούρης — ο ζωολ. κοινή ονομασία είδους πτηνού τού γένους αιγίθαλος … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
παπαδίτσα — η [παπάς / παπάδες] 1. κοινή ονομασία τού είδους ποώδους φυτού ηρύγγιον το τρισακτιδωτόν 2. ζωολ. α) κοινή ονομασία τού πτηνού αιγίθαλος β) γενική ονομασία μικρόσωμων ευκίνητων ωδικών πτηνών τού γένους parus, τα οποία αναζητούν την τροφή τους… … Dictionary of Greek
παπαδιά — η, ΝΜ η σύζυγος τού παπά, η πρεσβυτέρα νεοελλ. μτφ. 1. σεμνότυφη γυναίκα 2. είδος παιχνιδιού 3. ναυτ. α) το εξωτερικό επίπεδο μέρος τής πρύμνης τού πλοίου, πάνω στο οποίο γράφεται το όνομα τού σκάφους καθώς και το λιμάνι και ο αριθμός νηολογίου… … Dictionary of Greek
τρυποκάρυδο — το, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους πτηνών αιγίθαλος 2. μτφ. (για πρόσ.) α) άνθρωπος δειλός β) άτομο επιτήδειο να χώνεται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπώ + καρύδι] … Dictionary of Greek